- αλιτόξενος
- ἀλιτόξενος, -ον (Α)αυτός που αδικεί, που βλάπτει τους φιλοξενούμενούς του, τους φίλους του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτο- (< ἤλιτον, αόρ. β΄ τού ρήμ. ἀλιταίνω*) + ξένος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀλιτόξενον — ἀλιτόξενος sinning against one s friend masc/fem acc sg ἀλιτόξενος sinning against one s friend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιταίνω — ἀλιταίνω (επικ. ρ.) (Α) 1. προσβάλλω, αδικώ, βλάπτω 2. υπερβαίνω, παραβαίνω 3. σφάλλω, πέφτω έξω, δεν πετυχαίνω κάτι 4. (η μτχ. ως επίθ.) ἀλιτήμενος αμαρτωλός, ανόσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα σχηματίζεται από τη μηδενισμένη βαθμίδα θ. τής λ. ἀλείτης*… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek